ἰάλεμος

ἰάλεμος
ἰᾱλεμ-ος, [dialect] Ion. [pref] ἰήλ-, ,
A lament, dirge, used by Trag. in lyr., A.Supp.115, E.Rh.895, Tr.1304, Ph.1033, etc.;

τὸν ἰ. ἀρίστευσε Theoc.15.98

: rare in Prose, Metrod.Herc.831.17 (s.v.l.)<*> prov., ἰαλέμου ψυχρότερος, of something tedious and dull, Zen.4.39.
II as Adj., melancholy,

γόοι E.HF109

(lyr., s.v.l.); but usu.,
2 tedious, dull, stupid,

ποιηταί Luc.Pseudol.24

;

ἰατροί Gal. 14.617

: as Subst., dullard, oaf, Men.236, Hermog.Id.2.6; title of play by Amphis, Ath.2.69b. (Perh. from the cry ἰή.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιάλεμος — ἰάλεμος, ιων. τ. ἰήλεμος, ὁ (Α) 1. πένθιμο ή παραπονετικό τραγούδι, μορφή μοιρολογιού που τραγουδιόταν στα πένθη 2. ως επίθ. α) μελαγχολικός («ἰαλέμων γόων ἀοιδός», Ευρ. β) ψυχρός και αντικοινωνικός) 3. (ως επιθ. και ως ουσ.) ανόητος, ηλίθιος… …   Dictionary of Greek

  • Ἰάλεμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάλεμος — ἰά̱λεμος , ἰάλεμος lament masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ялем — (Ίαλεμος) сын Аполлона и Каллиопы, эпоним особого вида заплачек и жалобных песен, изобретение которых приписывалось ему. Песня Я. была выразительницей сильного горя и раздавалась лишь при особо тяжелых несчастьях; вообще этот вид скорбной лирики… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Ἰαλέμοις — Ἰάλεμος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰαλέμου — Ἰάλεμος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰαλέμους — Ἰάλεμος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰαλέμων — Ἰάλεμος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰαλέμῳ — Ἰάλεμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰηλέμοισιν — ἰάλεμος lament masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰηλέμων — ἰάλεμος lament masc gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”